Μνάσων

Μνάσων
3416 Μνάσων
{собств., 1}
Мнасон (увещеватель).
Кипрянин, ученик, у которого остановился ап. Павел по прибытии в Иерусалим (Деян. 21:16).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "Μνάσων" в других словарях:

  • Μνάσων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μνάσων — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διετέλεσε επίσκοπος στην Κύπρο. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο. Η μνήμη του τιμάται τη 18η Οκτωβρίου …   Dictionary of Greek

  • μνάσων — μνά̱σων , μιμνήσκω remind fut part act masc nom sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ασκληπιόδωρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος ζωγράφος (4ος αι. π.Χ.). O Απελλής τον θεωρούσε ανώτερό του στη συμμετρία του σχεδίου. Αναφέρεται ο πίνακάς του με τους 12 θεούς του Ολύμπου, που τον παρήγγειλε ο τύραννος της Ελατείας Μνάσων. Ο Α. πληρώθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Θεόμνηστος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ζωγράφος (4ος αι. π.Χ.). Ο Πλίνιος αναφέρει ότι φιλοτέχνησε πίνακα ηρώων, τον οποίο αγόρασε o Μνάσων της Ελάτειας, αφού πλήρωσε για κάθε μορφή του πίνακα είκοσι μνες. 2. Φιλόσοφος (1ος αι. π.Χ.). Διαδέχθηκε τον Άριστο …   Dictionary of Greek

  • Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»